τολουολοσουλφονικός

τολουολοσουλφονικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «τολουολοσουλφονικό οξύ»
χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών θειούχων οργανικών ενώσεων, αρωματικών σουλφονικών οξέων, παραγώγων τού τολουολίου, ισομερών μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluenesulfonic < toluene (βλ. λ. τολουόλιο) + sulfonic (βλ. λ. σουλφονικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”